- κραύρος
- κραῡρος, -α, -ον, θηλ. και -ος (AM)1. ξηρός («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾱν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», Πλάτ.)2. εύθραυστος, εύθρυπτος3. σκληρός, τραχύς («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῑον αὐτῶν εἶναι τὴν κίνησιν, ὥστε δεῑ καὶ τὴν τῶν ἐρεισμάτων μὴ κραῡρον εἶναι, ἀλλὰ μαλακωτέραν», Αριστοτ.)αρχ.(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ κραῡρος και ἡ κραῡραα) εμπύρετη ασθένεια τών βοδιών και τών χοίρωνβ) το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) ασθένεια τών μελισσών.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.